- ξανακλώθω
- (Μ ξανακλώθω)κλώθω και πάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακλώθω — (Α ἀνακλώθω) νεοελλ. κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω αρχ. (για τις Μοίρες) ξετυλίγω το νήμα της ζωής κάποιου, μεταβάλλω την τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλώθω] … Dictionary of Greek
κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… … Dictionary of Greek
μετακλώθω — (Α) κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω, ξαναγνέθω … Dictionary of Greek